- κορβανᾶν
- κορβανᾶ̱ν , κορβᾶνqorbanmasc gen pl (doric aeolic)κορβᾶνqorbanmasc acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορβανάς — ο (Α κορβανᾱς) νεοελλ. ταμείο, θησαυροφυλάκιο αρχ. ιερό ταμείο, ιδίως τού ναού στην Ιερουσαλήμ («οὐκ ἔξεστι βαλεῑν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾱν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»] … Dictionary of Greek